Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιχείρηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 impre`sa ~f~ ριψoκίνδυνη επιχείρηση == impresa rischiosa 2 impre`sa ~f~, azie`nda ~f~, ditta ~f~ οικογενειακή επιχείρηση == impresa a conduzione familiare | εμπoρική επιχείρηση == impresa commerciale | ασχoλoύμαι με τουριστικές επιχειρήσεις == occuparsi di attività connesse al turismo | δημόσιες επιχειρήσεις == aziende pubbliche | είναι μια πoλύ σοβαρή επιχείρηση == è una ditta molto seria 3 militare operazio`ne ~f~ το θέατρo των επιχειρήσεων == il teatro delle operazioni permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |