Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εμετός
ουσιαστικό αρσενικό

1 vo`mito ~m~ τάσεις προς εμετό == conati di vomito
2 ((figurato)) voltasto`maco ~m~, vo`mito ~m~ αυτό το άτoμo μoυ φέρνει εμετό == questa persona mi fa venir voglia di vomitare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμετολογικός εμιγκρέ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---