Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεικονοστάση
ουσιαστικό θηλυκό 1 iconosta`si ~f~ 2 a`ngolo ~m~ di una stanza in cui ve`ngono colloca`te le ico`ne sacre a scopo di preghie`ra 3 pi`ccolo taberna`colo ~m~ ere`tto ai bordi di una strada in memo`ria di una perso`na morta in quel punto εικονοστάσιο ουσιαστικό ουδέτερο variante di [εικονοστάση] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |