Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δικτυώνομαι
ρήμα παθητικό

infiltra`rsi; allarga`re il pro`prio giro di conosce`nze είναι καλά δικτυωμένος==è ben introdotto

δικτυώνω  
ρήμα μεταβατικό

reticola`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δικτυωμένος δικτύωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---