Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διέρχομαι  
ρήμα παθητικό

1 anda`re, passa`re attrave`rso; attraversa`re
2 ((figurato)) attraversa`re διέρχομαι την περίοδο της εφηβείας==attraversare il periodo dell'adolescenza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διερρηγμένος διερχόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---