Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δημαρχίνα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [δήμαρχος]
2 si`ndaca ~f~
3 mo`glie ~f~ del si`ndaco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δημαρχιακός δήμαρχος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---