Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδεκαεφτάρα
ουσιαστικό θηλυκό variante di [δεκαεφτάρης] δεκαεφτάρης ουσιαστικό αρσενικό diciassette`nne ~mf~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |