Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδείχτης
ουσιαστικό αρσενικό 1 i`ndice ~m~, indicato`re ~m~ 2 lance`tta ~f~; indicato`re ~m~ δείκτης του ρολογιού==la lancetta dell'orologio 3 indicato`re ~m~ di live`llo 4 statistica i`ndice ~m~; indicato`re ~m~; cifra che espri`me un rappo`rto δείκτης ακροαματικότητας==indice d'ascolto 5 matematica i`ndice ~m~ δείκτης νοημοσύνης==quoziente d'intelligenza permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |