Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δάσος  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 bo`sco ~m~ πυκνό δάσος==bosco folto | καμμένο δάσος==bosco bruciato
2 μεγάλο fore`sta
3 ((figurato)) selva ~f~ δάσος από λόγχες==selva di lance

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δασοπόνος δασοσκέπαστος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα φρούτα του δάσου = frutti [αρσ. πλυθ.] di bosco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---