Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόχώρος
ουσιαστικό αρσενικό 1 spazio 2 [εμβαδόν] ambiente (m) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματασε κλειστό χώρο = al coperto || ο δημόσιος χώρος = luogo [αρσ.] pubblico || ο αρχαιολογικός χώρος = sito [αρσ.] archeologico Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |