Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


χρυσοχόος
ουσιαστικό αρσενικό

1 battiloro
2 cesellatore
3 orafo
4 orefice

χρυσοχοός
ουσιαστικό αρσενικό

orafo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  χρυσοχοΐα χρυσόψαρο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---