Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόχλομιάζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 impallidire 2 sbiancare (vi) 3 sbiancarsi (vrifl) 4 sbianchire (vi) 5 scolorire (vi) 6 scolorirsi (vrifl) 7 mutare colore 8 cambiare colore 9 diventare bianco 10 imbiancare improvvisamente in volto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |