Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόχειροτέρευση
ουσιαστικό θηλυκό 1 aggravamento 2 aggravazione 3 deperimento 4 deterioramento 5 deteriorazione 6 inasprimento 7 peggioramento 8 peggiorare 9 rincrudimento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |