Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


χειροτέρευση
ουσιαστικό θηλυκό

1 aggravamento
2 aggravazione
3 deperimento
4 deterioramento
5 deteriorazione
6 inasprimento
7 peggioramento
8 peggiorare
9 rincrudimento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  χειροτέρεμα χειροτερεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---