Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Βιρμανή
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Βιρμανός ^-ού, ο^]
2 birma`na ~f~; abita`nte ~f~ della Birma`nia

Βιρμανός  
ουσιαστικό αρσενικό

birma`no ~m~; abita`nte ~m~ della Birma`nia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Βιργίλιος βιρτουόζος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---