Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βιολί  
ουσιαστικό ουδέτερο

musica violi`no ~m~

βιολιά
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

((popolare)) strume`nti ~mp~ musica`li

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βιολέτα βιολιστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---