Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αξεκαθάριστος  
επίθετο

1 non chiari`to; confu`so; oscu`ro άφησε την θέση του αξεκαθάριστη==non ha chiarito la sua posizione
2 non regola`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αξεθώριαστος αξελάφρωτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---