Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάτιμος
επίθετο 1 persona infa`me 2 vergogno`so; disonore`vole; infa`me 3 ((familiare)) sciagura`to; disgrazia`to; svergogna`to; infa`me ο άτιμος ο γιος μου…==quel disgraziato, quello sciagurato di mio figlio… | θα τη σφάξω την άτιμη!==ma io l'ammazzo quella svergognata! | όλα γίνονται για το άτιμο το χρήμα==che cosa non si fa per quello sporco denaro! | άτιμε ντουνιά!==mondo cane! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |