Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασύνδετος  
επίθετο

1 non collega`to; non attacca`to; non uni`to; disgiu`nto; sconne`sso ((anche in senso figurato)) ασύνδετοι αγωγοί==condutture non collegate | ασύνδετες σκέψεις==pensieri sconnessi
2 indipende`nte; non correla`to ενέργειες ασύνδετες μεταξύ τους==azioni non correlate tra di loro
3 linguistica asinde`tico ασύνδετο σχήμα==asindeto; costruzione asindetica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασυνάρτητος ασυνδύαστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---