Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπρόσωπος
επίθετο 1 che è senza volto 2 grammatica impersona`le απρόσωπα ρήματα==verbi impersonali 3 impersona`le; non riferi`to a una perso`na γενική και απρόσωπη κριτική==critica generica e impersonale 4 ((figurato)) impersona`le; senza personalità; privo di cara`ttere, di originalità σήμερα, οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν γίνει απρόσωπες==oggigiorno i rapporti umani sono diventati impersonali permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |