Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντιπροσωπεία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 economia rappresenta`nza ~f~; agenzi`a ~f~ (di rappresenta`nza) ανέλαβε αντιπροσωπεία της εταιρείας Χ στην Ελλάδα==ha assunto la rappresentanza della società X in Grecia
2 delegazio`ne ~f~; rappresenta`nza ~f~ αντιπροσωπεία των εργαζομένων έγινε δεκτή  από τον υπουργό==una delegazione dei lavoratori è stata ricevuta dal ministro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντιπροσφορά αντιπροσωπευόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---