Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντιμετωπίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 affronta`re; fronteggia`re; far fronte αντιμετώπισαν θαρραλέα τον εχθρό==hanno affrontato coraggiosamente il nemico | η εταιρεία μας αντιμετωπίζει τεράστια έξοδα==la nostra società affronta spese enormi
2 tratta`re; affronta`re αντιμετώπισαν με υποψία==l'hanno trattato con sospetto | αντιμετωπίζω ένα πρόβλημα==affrontare un problema

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντιμετωπιζόμενος αντιμετώπιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---