Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντίγραφο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 co`pia ~f~; facsi`mile ~m~ αντίγραφο συμβολαίου==copia di contratto | ακριβές αντίγραφο==copia conforme (all'originale)
2 co`pia ~f~ ρωμαϊκό αντίγραφο κλασικού αγάλματος==copia romana di una statua classica
3 ((figurato)) co`pia ~f~; ritra`tto ~m~; forte somiglia`nza ~f~ είναι πιστό αντίγραφο του πατέρα του==è il ritratto fedele di suo padre

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντιγραφικός αντιγράφω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το καθαρό αντίγραφο = bella copia [θηλ.] || το πρόχειρο αντίγραφο = brutta copia [θηλ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---