Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανθοκήπιο
ουσιαστικό ουδέτερο

giardi`no ~m~ coltiva`to a fio`ri

ανθόκηπος  
ουσιαστικό αρσενικό

lo stesso che [ανθοκήπιο ^-ου, το^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανθοκαρπώ ανθοκομία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---