Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναδιπλώνομαι
ρήμα παθητικό 1 militare ripiega`re; ritira`rsi 2 ((figurato)) ripiega`re; ce`dere η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί κάτω από τις πιέσεις των απεργών==il governo è stato costretto a cedere alle pressioni degli scioperanti αναδιπλώνω ρήμα μεταβατικό ripiega`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |