Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμέτοχος  
επίθετο

1 estra`neo; non parte`cipe
2 che non prende posizio`ne; che non ha preso posizio`ne παρέμεινε αμέτοχος στα γεγονότα==rimase estraneo ai fatti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμέτε, άμετε άμετρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---