Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άψητος  
επίθετο

1 crudo; non cotto
2 άπειρος immatu`ro; inespe`rto είναι άψητος στη ζωή==è inesperto della vita

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αψηλός αψήφιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---