Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αεροπειρατής  
ουσιαστικό αρσενικό

dirottato`re ~m~ di ae`reo; pira`ta ~m~ dell'a`ria

αεροπειρατίνα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αεροπειρατής ^-ή, ο^]
2 dirottatri`ce ~f~ di ae`reo; pira`ta ~f~ dell'a`ria

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αεροπειρατεία αεροπλαγκτόν  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---