Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αεροελεγκτής  
ουσιαστικό αρσενικό

controllo`re ~m~ di volo

αεροελέγκτρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αεροελεγκτής ^-ή, ο^]
2 controllo`ra ~f~ di volo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αεροδυναμικός αεροζόλ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---