Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαχαμνός
επίθετο 1 basso; magro; gra`cile; de`bole 2 ((figurato)) persona di u`mili ori`gini αχαμνότατος επίθετο superlativo di [αχαμνός] αχαμνότερος επίθετο comparativo di [αχαμνός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |