Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαβρότης
ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αβρότητα ^-ας, η^] αβρότητα ουσιαστικό θηλυκό gentile`zza ~f~; garbo ~m~; cortesi`a ~f~; delicate`zza ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |