Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

παιδαγώγος [ουσ αρσ ] παιδιαρίσματα {παιδιαρισ...
παιδαγωγός [ουσ αρσ και θηλ.] παιδιάστικα [επίρ.]
παιδαγωγούμαι [ρ.] παιδιάστικος [επίθ.]
παιδαγωγώ {παιδαγωγε... παιδιατρική [θηλ.ουσ]
παιδάκι {χωρ. γεν.... παιδιατρικός [επίθ.]
παϊδάκι {χωρ. γεν.... παιδίατρος {παιδιάτρ-...
παϊδάκια [ουσ ουδ πληθ.] παιδικός [επίθ.]
παιδαρέλι [ουσ ουδ.] παιδικότητα {χωρ. πληθ...
παιδάριο {παιδαρί-ο... παιδισμός [ουσ αρσ ]
παιδαριώδης {παιδαριώδ... παιδοκεντρικός [επίθ.]
παιδεία {χωρ. πληθ... παιδοκτονία {παιδοκτον...
παίδεμα [ουσ ουδ.] παιδοκτόνος [ουσ αρσ και θηλ.]
παιδεμός [ουσ αρσ ] παιδολόγι [ουσ ουδ.]
παιδεραστής {παιδερα-σ... παιδολόι {χωρ. γεν....
παιδεραστία {χωρ. πληθ... παιδομάνι {χωρ. γεν....
παιδεύομαι [ρ.] παιδοποίηση [θηλ.ουσ]
παίδευση {-ης κ. -ε... παιδόπουλο [ουσ ουδ.]
παιδεύω {παίδ-εψα,... παιδωμή [θηλ.ουσ]
παίδεψη [θηλ.ουσ] παιζογελώ {παιζογελά...
παιδί {παιδ-ιού ... παίζω {έπαιξα, π...
παιδιά {παιδι-ών} παίκτης [ουσ αρσ ]
παιδιακίζω {μόνο σε ε... παίκτρια [θηλ.ουσ]
παιδιακίσιος [επίθ.] παινάδι {χωρ. γεν....
παιδιακίστικος [επίθ.] παινέδι [ουσ ουδ.]
παιδιαρίζω [ρ.αμτβ.] παίνεμα [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: