Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

φαντασιοπληξία {φαντασιοπ... φαράγγι {φαραγγ-ιο...
φαντασίωση [-εις] φαράσι [ουσ ουδ.]
φάντασμα {φαντάσμ-α... φαραώ [ουσ αρσ ]
φαντασμαγορία {φαντασμαγ... φαρδαίνω {φάρδυνα} ...
φαντασμαγορικά [επίρ.] φαρδομάνικος [επίθ.]
φαντασμαγορικός [επίθ.] φάρδος {φάρδ-ους ...
φαντασμέμος [επίθ.] φαρδύς {φαρδ-ιού ...
φανταστικά [επίρ.] φαρέτρα {φαρετρών}
φανταστικό [ουσ ουδ.] φαρισαϊκός [επίθ.]
φανταστικό! [επιφ.] Φαρισαίος [ουσ αρσ ]
φανταστικός [επίθ.] φαρισαϊσμός [ουσ αρσ ]
φανταχτερά [επίρ.] φάρμα {χωρ. γεν....
φανταχτερός [επίθ.] φάρμακα [ουσ ουδ πληθ.]
φανταχτός [επίθ.] φαρμακεία η (χωρίς π...
φαντεζί [επίθ.] φαρμακείο [ουσ ουδ.]
φάντης {φάντηδες} φαρμακερός [επίθ.]
φανφάρα {χωρ. γεν.... φαρμακευτική [θηλ.ουσ]
φανφαρονικός [επίθ.] φαρμακευτικός [επίθ.]
φανφαρονισμός [ουσ αρσ ] φαρμάκι {δύσχρ. φα...
φανφαρόνος [ουσ αρσ ] φάρμακο {φαρμάκ-ου...
φαξ {άκλ.} φαρμακοβιομήχανος {-ου κ. -ά...
φάουλ [ουσ ουδ.] φαρμακόγλωσσα {χωρ. γεν....
Φάουστ [ουσ αρσ ] φαρμακοθεραπεία {φαρμακοθε...
φάπα {χωρ. γεν.... φαρμακολογία {χωρ. πληθ...
φάρα {χωρ. γεν.... φαρμακολογικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: