Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

υποψία {υποψιών} υστερώ {υστερείς....
υποψιάζομαι {υποψιάσ-τ... υφάδι {υφαδ-ιού ...
υπο–ωκεάνιος [επίθ.] υφαίνω {ύφα-να, -...
υπτιασμός [ουσ αρσ ] υφαίρεση {-ης κ. -έ...
ύπτιος [επίθ.] υφάλμυρος [επίθ.]
υπτίως [επίρ.] υφαλοκρηπίδα {χωρ. πληθ...
ύστατος [επίθ.] ύφαλος {υφάλ-ου |...
ύστερα {υστερότερ... ύφανση {-ης κ. -ά...
υστεραίος [επίθ.] υφαντής {υφαντριών...
υστερεκτομή [θηλ.ουσ] υφαντική {χωρ. πληθ...
υστέρημα {υστερήματ... υφαντό [ουσ ουδ.]
υστέρηση {-ης κ. -ή... υφαντός [επίθ.]
υστερία {υστεριών} υφαντουργία {χωρ. πληθ...
υστερικός [επίθ.] υφαρπαγή [θηλ.ουσ]
υστερινός [επίθ.] υφαρπάζω {υφάρπα-ξα...
υστερνά [ουσ ουδ πληθ.] ύφασμα [ουσ ουδ.]
ύστερο {υστέρ-ου ... υφάσματα [ουσ ουδ πληθ.]
υστερόβουλος [επίθ.] υφασματοπωλείο [ουσ ουδ.]
υστερογενής {υστερογεν... ύφεση {-ης κ. -έ...
υστερόγραφο {υστερογρά... υφή [θηλ.ουσ]
ύστερος [επίθ.] υφήλιος [θηλ.ουσ]
Υστεροσκοπία [θηλ.ουσ] υφίσταμαι {υφίστ-αμα...
υστερότοκος [επίθ.] υφιστάμενος {-ου κ. -έ...
υστεροτομία {υστεροτομ... ύφος {ύφους | σ...
υστερόχρονος [επίθ.] υψηλά [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: