Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

υβριδικός [επίθ.] υγρασία {χωρ. πληθ...
υβρίδιο {υβριδί-ου... υγρό [ουσ ουδ.]
υβριδισμός {χωρ. πληθ... υγρογράφος [ουσ αρσ ]
υβριδοποίηση {-ης κ. -ή... υγρομετρία {χωρ. πληθ...
υβρίζω {ύβρισ-α, ... υγρομετρικός [επίθ.]
υβρίζων [ουσ αρσ ] υγρόμετρο {υγρομέτρ-...
ύβρις {ύβρ-εως, ... υγροποιημένος [επίθ.]
υβρίς [θηλ.ουσ] υγροποίηση [θηλ.ουσ]
υβριστής {υβριστριώ... υγροποιήσιμος [επίθ.]
υβριστικά [επίρ.] υγροποιούμαι [ρ.]
υβριστικός [επίθ.] υγροποιούμενος [επίθ.]
υγεία [θηλ.ουσ] υγροποιώ {υγροποιεί...
υγειονομικός [επίθ.] υγρός [επίθ.]
υγιαίνω {μόνο σε ε... υγροσκοπία [θηλ.ουσ]
υγιεινά [επίρ.] υγροσκοπικός [επίθ.]
υγιεινή {χωρ. πληθ... υγροσκοπικότητα [θηλ.ουσ]
υγιεινολόγος [ουσ αρσ και θηλ.] υγροσκόπιο [ουσ ουδ.]
υγιεινός [επίθ.] υγροστάτης {υγροστατώ...
υγιεινότητα [θηλ.ουσ] υγρότητα [θηλ.ουσ]
υγιής {υγι-ούς |... υγροτροπισμός {χωρ. πληθ...
υγραέριο {υγραερί-ο... υγρούτσικος [επίθ.]
υγραίνομαι [ρ. παθ.] υγρόφιλος [επίθ.]
υγραίνω {ύγραν-α, ... υγρόφυτο {υγροφύτ-ο...
ύγρανση [θηλ.ουσ] υδαρής {υδαρ-ούς ...
υγραντικός [επίθ.] υδαταγωγός [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: