Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

τουμπάρισμα [ουσ ουδ.] τουρμπίνα {τουρμπίνω...
τουμπαρισμένος [επίθ.] Τουρμποηλεκτρικός [επίθ.]
τουμπάρω {τούμπαρ-α... τουρμποσυμπιεστής [ουσ αρσ ]
τουναντίον [επίρ.] τουρνέ [θηλ.ουσ]
τουνγκστένιο [ουσ ουδ.] τουρνουά {άκλ.}
Τούνεζι [ουσ ουδ.] τουρσί {τουρσιού ...
τούνελ {άκλ.} τουρσιά [ουσ ουδ πληθ.]
τούντρα {δύσχρ. το... τούρτα {δύσχρ. το...
Τουπαμάρο [ουσ ουδ.] τουρτουριάρης [επίθ.]
τουπέ {άκλ.} τουρτουρίζω {τουρτούρι...
τουρισμός {χωρ. πληθ... τουρτούρισμα [ουσ ουδ.]
τουρίστας {τουριστών... τούρτουρο [ουσ ουδ.]
τουριστικός [επίθ.] τους [άρθ.]
τουρίστρια {τουριστρι... τουτέστιν [επίρ.]
Τουρκάλα [θηλ.ουσ] τούτος [επίθ.]
τουρκέτο [ουσ ουδ.] τούτος [αντων.]
Τουρκία {χωρ. πληθ... τούφα {τουφών}
τούρκικος [επίθ.] τουφέκι {τουφεκ-ιο...
τουρκικός [επίθ.] τουφεκιά [θηλ.ουσ]
τουρκοκρατία {χωρ. πληθ... τουφεκισμός [ουσ αρσ ]
Τούρκος [ουσ αρσ ] τουφωτός [επίθ.]
τούρλα {χωρ. πληθ... τοφώδης [επίθ.]
τούρλωμα [ουσ ουδ.] τραβέρσα {δύσχρ. τρ...
τουρμαλίνης [ουσ αρσ ] τραβεστί {άκλ.}
τουρμπάνι {τουρμπαν-... τράβηγμα {τραβήγμ-α...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: