Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σεμνότητα {χωρ. πληθ... σεξισμός [ουσ αρσ ]
σεμνότυφα [επίρ.] σεξιστής [ουσ αρσ ]
σεμνοτυφία {σεμνοτυφι... σεξοβόμβα {σπάν. σεξ...
σεμνότυφος [επίθ.] σεξολογία {χωρ. πληθ...
σεμνύνομαι {μόνο σε ε... σεξουαλικός [επίθ.]
σέμνωμα {σεμνώμ-ατ... σεξουαλικότητα {χωρ. πληθ...
σέμπρος [ουσ αρσ ] σεξπηρικός [επίθ.]
σένα [αντων.] σεξτέτο [ουσ ουδ.]
σενάριο {σεναρί-ου... σέπαλο {σεπάλ-ου ...
σεναριογράφος [ουσ αρσ και θηλ.] σεπαρέ [ουσ ουδ.]
σενεγαλέζικος [επίθ.] σέπομαι [ρ.αμτβ.]
Σενεγαλέζος [ουσ αρσ ] Σεπτέμβρης [ουσ αρσ ]
σενιάν [επίθ.] Σεπτέμβριος {Σεπτεμβρί...
σενσουαλισμός {χωρ. πληθ... σεπτός [επίθ.]
σενσουαλιστής [ουσ αρσ ] σεράγι [ουσ ουδ.]
σενσουαλιστικός [επίθ.] σεράι [ουσ ουδ.]
σεντεφένιος [επίθ.] σερασκέρης [ουσ αρσ ]
σεντέφι {σεντεφ-ιο... Σεραφείμ [ουσ ουδ.]
σεντίνα [θηλ.ουσ] σέρβερ [ουσ ουδ.]
σεντινόνερα [ουσ ουδ πληθ.] Σερβία [θηλ.ουσ]
σεντόνι {σεντονιού... σερβιέτα {σερβιετών...
σεντονόπανο [ουσ ουδ.] σερβιέτακι {χωρ. γεν....
σεντούκι {σεντουκ-ι... σερβικός [επίθ.]
σεξ [ουσ ουδ.] σερβίρομαι [ρ. παθ.]
σέξι [επίθ.] σερβίρω {σερβίρισ-...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: