Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

προσωπιδοφόρος [επίθ.] προτελευταίος [επίθ.]
προσωπικά [επίρ.] προτεραιότητα {προτεραιο...
προσωπικό [ουσ ουδ.] προτερανδρία {χωρ. πληθ...
προσωπικός [επίθ.] προτέρημα {προτερήμ-...
προσωπικότητα {προσωπικο... πρότερον [επίρ.]
πρόσωπο {προσώπ-ου... πρότερος -η -ο θηλ....
προσωπογραφία {προσωπογρ... προτεστάντης {προτεσταν...
προσωπογράφος [ουσ αρσ και θηλ.] προτεσταντισμός [ουσ αρσ ]
προσωπογραφώ {προσωπογρ... προτεταμένος [επίθ.]
προσωποληψία [θηλ.ουσ] προτεύουσα [θηλ.ουσ]
προσωποπαγής {προσωποπα... προτίθεμαι {προτίθε-σ...
προσωποποιημένος [επίθ.] προτίμηση {-ης κ. -ή...
προσωποποίηση {-ης κ. -ή... προτιμητέος [επίθ.]
προσωποποιία [θηλ.ουσ] προτιμολόγιο {προτιμολο...
προσωποποιώ {προσωποπο... προτιμότερος [επίθ.]
προσώρας [επίρ.] προτιμώ {προτιμάς....
προσωρινά [επίρ.] προτομή [θηλ.ουσ]
προσωρινός [επίθ.] προτού [επίρ.]
προσωρινότητα [θηλ.ουσ] προτρεπτικός [επίθ.]
πρόταση {-ης κ. -ά... προτρέπω {προέτρεψα...
προτάσσω {προ-έταξα... προτρέπων [ουσ αρσ ]
προτείνω {πρότ-εινα... προτρέχω αόρ. προέτ...
προτείνων [επίθ.] προτροπή [θηλ.ουσ]
προτείχισμα [ουσ ουδ.] προτσές [ουσ ουδ.]
προτεκτοράτο [ουσ ουδ.] πρότυπο {προτύπ-ου...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: