Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

προσθαλασσώνομαι [ρ. παθ.] προσκέφαλο {προσκεφάλ...
προσθαλάσσωση [θηλ.ουσ] προσκήνιο {προσκηνί-...
προσθεγκέφαλος [ουσ αρσ ] πρόσκληση {-ης κ. -ή...
πρόσθεν [επίρ.] προσκλητήριο {προσκλητη...
πρόσθεση {-ης κ. -έ... προσκλίνω [ρ.]
προσθετέος [επίθ.] προσκολλημένος [επίθ.]
προσθετικός [επίθ.] προσκόλληση {-ης κ. -ή...
πρόσθετος [επίθ.] προσκολλιέμαι [ρ.]
προσθετός [επίθ.] προσκολλώ [-άς, -ά] ...
προσθέτω {πρόσθεσα ... προσκολλώμαι {προσκολλά...
προσθήκη {προσθηκών... προσκομιδή [θηλ.ουσ]
πρόσθημα {προσθήμ-α... προσκομίζω {προσκόμισ...
πρόσθιο {προσθίου ... προσκόμιση {-ης κ. -ί...
πρόσθιος [επίθ.] πρόσκομμα {προσκόμμ-...
προσιδιάζων [επίθ.] προσκοπάκι [ουσ ουδ.]
προσιτός [επίθ.] προσκοπικός [επίθ.]
πρόσκαιρα [επίρ.] προσκοπίνα {χωρ. γεν....
προσκαιρινός [επίθ.] προσκοπισμός [ουσ αρσ ]
πρόσκαιρος [επίθ.] πρόσκοπος {προσκόπ-ο...
προσκάλεσμα [ουσ ουδ.] προσκόπτω {προσέκοψα...
προσκαλεσμένος [ουσ αρσ ] πρόσκρουση [-εις]
προσκαλώ {προσκαλεί... προσκρουστήρας [ουσ αρσ ]
Προσκαλών [επίθ.] προσκρούω {προσέκρου...
πρόσκειμαι (μόνο στον... πρόσκτηση [θηλ.ουσ]
προσκεκλημένος [επίθ.] προσκτώμαι [ρ. μτβ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: