Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πουκαμίσα {χωρ. γεν.... πουνδιάζω [ρ.]
πουκαμισάδικο [ουσ ουδ.] πουνέντες {χωρ. πληθ...
πουκαμισάς {πουκαμισά... πούντα {χωρ. πληθ...
πουκάμισο {-ου κ. -ί... πουντιάζω {πούντιασ-...
πουκαμισού {πουκαμισο... πούντιασμα [ουσ ουδ.]
πουλάδα {χωρ. γεν.... πούντρα [θηλ.ουσ]
πουλάκι {χωρ. γεν.... πουπουλένιος [επίθ.]
πουλακίδα [θηλ.ουσ] πούπουλο [ουσ ουδ.]
πουλάρι {πουλαρ-ιο... πουράκι [ουσ ουδ.]
πουλάω (πούλ-ησα,... πουργκατόριο [ουσ ουδ.]
πούλβερη [θηλ.ουσ] πουρές {πουρέδες}...
πουλερικά [ουσ ουδ πληθ.] πουρί {πουριού |...
πούλημα {πουλήματο... πουρίνη [θηλ.ουσ]
πουλημένος [επίθ.] πουριτανικός [επίθ.]
πούληση [θηλ.ουσ] πουριτανισμός {χωρ. πληθ...
πουλί {πουλ-ιού ... πουριτανός [ουσ αρσ ]
πούλι {χωρ. γεν.... πουρμπουάρ {άκλ.}
πούλια {χωρ. γεν.... πουρνάρι {πουρναρ-ι...
πουλιέμαι [ρ. παθ.] πούρο [ουσ ουδ.]
πούλιες [θηλ. ουσ πληθ.] πούρος [επίθ.]
πούλμαν {άκλ.} πουρσουί [ουσ ουδ.]
πουλόβερ {άκλ.} πους {ποδ-ός, -...
πουλολόγος [ουσ αρσ ] πουσάπ [ουσ ουδ.]
πούλουδο [ουσ ουδ.] πούσι {χωρ. γεν....
πουλώ {πουλάς...... πουστάρα [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: