Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ποσώς [επίρ.] ποτιστήρι {ποτιστηρ-...
ποταμάκι [ουσ ουδ.] ποτιστής [ουσ αρσ ]
ποταμηδόν [επίρ.] ποτιστικό [ουσ ουδ.]
ποτάμι {ποταμ-ιού... ποτιστικός [επίθ.]
ποτάμιος [επίθ.] ποτίστρα {χωρ. γεν....
ποταμίσιος [επίθ.] ποτό [ουσ ουδ.]
ποταμολογία [θηλ.ουσ] ποτοαπαγόρευση {-ης κ. -ε...
ποταμός [ουσ αρσ ] ποτοποιείο [ουσ ουδ.]
ποταμοφράκτης [ουσ αρσ ] ποτοποιία {δύσχρ. πο...
ποταπά [επίρ.] ποτοποιός [ουσ αρσ και θηλ.]
ποταπός [επίθ.] ποτοπωλείο [ουσ ουδ.]
ποταπότητα {ποταποτήτ... ποτ–πουρί [ουσ ουδ.]
ποτάσα {χωρ. πληθ... που [αντων.]
πότε [επίρ.] που [επίρ.]
ποτέ [επίρ.] πού [σύνδ.]
πότε? [επιφ.] πουαντιλισμός [ουσ αρσ ]
ποτενσιόμετρο {ποτενσιομ... πουαντιλιστής [ουσ αρσ ]
πότε πότε [επίρ.] πουαντιλιστικός [επίθ.]
ποτές [επίρ.] πουγκί {πουγκ-ιού...
ποτηράκι [ουσ ουδ.] πούδρα {χωρ. γεν....
ποτήρι {ποτηρ-ιού... πουδράρομαι [ρ. παθ.]
πότης {σπάν. ποτ... πουδράρω {πουδράρισ...
ποτίζω {πότισ-α, ... πουδριέρα {χωρ. γεν....
πότισμα {ποτίσμ-ατ... πούθε [επίρ.]
ποτισμένος [επίθ.] πουθενά [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: