Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πολυχρωματικός [επίθ.] πόμπευση [θηλ.ουσ]
πολυχρωμία {χωρ. πληθ... πομπή [θηλ.ουσ]
πολύχρωμος [επίθ.] Πομπήιος [ουσ αρσ ]
πολύχυμος [επίθ.] πομποδέκτης {πομποδεκτ...
πολυώδινος [επίθ.] πομπόν [ουσ ουδ.]
πολυωνυμικός [επίθ.] πομπός [ουσ αρσ ]
πολυώνυμο {πολυωνύμ-... πομπώδης {πομπώδ-ου...
πολφίτιδα [θηλ.ουσ] πομπωδώς [επίρ.]
πολωμένος [επίθ.] πόνεϊ [ουσ ουδ.]
Πολωνία [θηλ.ουσ] πόνεμα [ουσ ουδ.]
Πολωνικά [ουσ ουδ πληθ.] πονέντες [ουσ αρσ ]
πολωνικός [επίθ.] πονεσιάρης {πονεσιάρη...
πολώνομαι [ρ.] πονετικός [επίθ.]
Πολωνός [ουσ αρσ ] πόνημα {πονήμ-ατο...
πολώνω {πόλω-σα, ... πονηρά [επίρ.]
πόλωση {-ης κ. -ώ... πονηράδα {χωρ. πληθ...
πολωσιμετρία [θηλ.ουσ] πονήρεμα [ουσ ουδ.]
πολωσιμετρικός [επίθ.] πονηρεμένος [επίθ.]
πολωσίμετρο [ουσ ουδ.] πονηρεύομαι [ρ. παθ.]
πολωσιοσκόπιο [ουσ ουδ.] πονηρεύω {πονήρ-εψα...
πολωτής [ουσ αρσ ] πονηριά [θηλ.ουσ]
πολωτικός [επίθ.] πονηρός [επίθ.]
πομάδα {χωρ. γεν.... πόνι [ουσ ουδ.]
πόμολο [ουσ ουδ.] πονόδοντο [ουσ ουδ.]
πόμπεμα [ουσ ουδ.] πονόδοντος [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: