Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πενταδάκτυλος [επίθ.] πενταπόσταγμα [ουσ ουδ.]
πεντάδυμα [ουσ ουδ.] πεντάρα {χωρ. γεν....
πεντάεδρο [ουσ ουδ.] πενταροδεκάρες [ουσ αρσ πληθ.]
πενταετής [επίθ.] πενταρχία {πενταρχιώ...
πενταετία [θηλ.ουσ] πεντασθενής [επίθ.]
πενταθλήτρια [θηλ.ουσ] πεντασυλλαβικός [ουσ αρσ ]
πεντακάθαρα [επίρ.] πεντασύλλαβος [επίθ.]
πεντακάθαρος [επίθ.] Πεντάτευχος {Πεντατεύχ...
πεντακόσια [ουσ ουδ.] πενταφωνία [θηλ.ουσ]
πεντακόσιοι -ες -α γεν... πεντάχορδο [ουσ ουδ.]
πεντακοσιοστός [επίθ.] πεντάχρονος [επίθ.]
πεντάλ [ουσ ουδ.] πέντε [ απόλ. αριθμ. επίθ.]
πεντάλι [ουσ ουδ.] πεντελικός [επίθ.]
πεντάλια [θηλ.ουσ] πεντηκονταετία [θηλ.ουσ]
πενταλιά [θηλ.ουσ] Πεντηκοστή [θηλ.ουσ]
πενταλιέρα [θηλ.ουσ] πεντηκοστός [επίθ.]
πεντάλφα [ουσ ουδ.] πεντοβολώ {πεντοβολά...
πενταμερής [επίθ.] πέος {πέ-ους | ...
πεντάμετρο [ουσ ουδ.] πεπαιδευμένος [επίθ.]
πενταμόρφος [επίθ.] πεπαλαιωμένος [επίθ.]
πεντάνιο [ουσ ουδ.] πεπατημένη η (χωρίς π...
πενταπλασιάζομαι [ρ.] πεπειραμένος [επίθ.]
πενταπλασιάζω [ρ. μτβ.] πεπεισμένος [επίθ.]
πενταπλάσιος [επίθ.] πεπερασμένος [επίθ.]
πενταπλός [επίθ.] πεπλατυσμένος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: