Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

παλιοπαρέα [θηλ.ουσ] πάλλω {συνήθ. σε...
παλιοπράγματα [ουσ ουδ πληθ.] παλμικός [επίθ.]
παλιόρουχο [ουσ ουδ.] παλμιτίνη [θηλ.ουσ]
παλιός [επίθ.] παλμογράφος [ουσ αρσ ]
παλιοσίδερα [ουσ ουδ πληθ.] παλμός [ουσ αρσ ]
παλιόσκυλο [ουσ ουδ.] πάλμωση [θηλ.ουσ]
παλιόσκυλο! [επιφ.] παλούκι {παλουκ-ιο...
παλιότερα [επίρ.] παλούκια [θηλ.ουσ]
παλιοτόμαρο [ουσ ουδ.] παλούκωμα [ουσ ουδ.]
παλιόφιλος [ουσ αρσ ] παλουκωμένος [επίθ.]
παλιόχαρτο [ουσ ουδ.] παλουκώνω (παλούκ-ωσ...
παλίρροια [θηλ.ουσ] πάλσαρ {άκλ.}
παλιρροιακός [επίθ.] παλτό το πληθ. κ...
παλίσανδρος [ουσ αρσ ] πάμε! [επιφ.]
πάλιωμα [ουσ ουδ.] παμμεγέθης [επίθ.]
παλιωμένος [επίθ.] παμμέγιστος [επίθ.]
παλιώνω μππ. παλιω... πάμπα [θηλ.ουσ]
πάλκο [ουσ ουδ.] παμπάλαιος [επίθ.]
παλκοσένικο [ουσ ουδ.] πάμπλουτος [επίθ.]
παλλαϊκός [επίθ.] παμπόνηρος [επίθ.]
πάλλευκος [επίθ.] παμφάγος [επίθ.]
παλλιλογία [θηλ.ουσ] πάμφθηνα [επίρ.]
παλλινοστώ [ρ.] πάμφτωχος [επίθ.]
πάλλομαι (μόνο στο ... πάμφωτος [επίθ.]
παλλόμενος [επίθ.] παμψηφεί [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: