Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

παντζούρι {παντζουρ-... παντοφλάς {παντοφλάδ...
παντιέρα {χωρ. γεν.... παντοφλιά [θηλ.ουσ]
Πάντοβα [θηλ.ουσ] παντοχή [θηλ.ουσ]
παντογνωσία [θηλ.ουσ] παντρειά {χωρ. γεν....
παντογνώστης {σπάν. παν... παντρεμένη [θηλ.ουσ]
παντογραφικός [επίθ.] παντρεμένος [επίθ.]
παντογραφίστας [ουσ αρσ ] παντρεύομαι [ρ. παθ.]
παντογράφος [ουσ αρσ ] παντρεύω {πάντρ-εψα...
παντοδυναμία {χωρ. πληθ... παντρολογώ {παντρολογ...
παντοδύναμος [επίθ.] πάντως [επίρ.]
παντοίος [επίθ.] πάνυ [επίρ.]
παντοκράτορας {παντοκρατ... πανύψηλος [επίθ.]
παντοκρατορία [θηλ.ουσ] πάνω [επίρ.]
παντομίμα [θηλ.ουσ] πάνω–κάτω [επίρ.]
παντομιμικός [επίθ.] πανωλεθρία {σπάν. παν...
παντοπωλείο [ουσ ουδ.] πανώλης {πανώλους ...
παντοπώλης [ουσ αρσ ] πανωπροίκι [ουσ ουδ.]
πάντοτε [επίρ.] πανωφόρι {πανοφωρ-ι...
πάντοτες [επίρ.] πανωφόρι {πανοφωρ-ι...
παντοτινά [επίρ.] παξιμαδάκι [ουσ ουδ.]
παντοτινός [επίθ.] παξιμάδι {παξιμαδ-ι...
παντού [επίρ.] παπαβερίνη [θηλ.ουσ]
παντούφλα {χωρ. γεν.... παπαβερώδης [επίθ.]
παντόφλα {χωρ. γεν.... παπαγαλίζω [ρ. μτβ.]
παντοφλάδικο [ουσ ουδ.] παπαγαλίσιος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: