Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

οστρακοφόρος [επίθ.] ουγγαρέζος [ουσ αρσ ]
οστρακώδης {οστρακώδ-... Ουγγαρία [θηλ.ουσ]
Οστρογότθος [ουσ αρσ ] ουγγρικός [επίθ.]
οσφραίνομαι {οσφράνθηκ... Ούγγρος ο γεν. πλη...
όσφρηση {-ης κ. -ή... ουγγροφιννικός [επίθ.]
οσφρητικός [επίθ.] ουγενότος [ουσ αρσ ]
οσφρίζομαι [ρ.] ούγια {χωρ. γεν....
οσφυαλγία {οσφυαλγιώ... Ούγκο [ουσ αρσ ]
οσφυϊερός [επίθ.] Ούγος [ουσ αρσ ]
οσφυϊκός [επίθ.] ουδαμώς [επίρ.]
οσφύς {οσφύ-ος |... ουδέ [σύνδ.]
οσχεϊκός [επίθ.] ουδείς {ουδενός, ...
όσχεο {οσχέ-ου |... ουδέν [επίρ.]
όταν [σύνδ.] ουδένας [αντων.]
ότι [σύνδ.] ουδέποτε [επίρ.]
οτιδήποτε [επίρ.] ουδετερόνιο {ουδετερον...
οτομοτρίς [ουσ ουδ.] ουδετεροποίηση {-ης κ. -ή...
οτοστόπ [ουσ ουδ.] ουδετεροποιώ [ρ. μτβ.]
ουαί [επιφ.] ουδέτερος [επίθ.]
Ουαλή [επίθ.] ουδετερότητα {χωρ. πληθ...
Ουαλία [θηλ.ουσ] ουδετεροφιλία [θηλ.ουσ]
ουαλικός [επίθ.] ουδόλως [επίρ.]
Ουαλός [ουσ αρσ ] Ουζμπεκός [ουσ αρσ ]
ουγγαρεζικά [ουσ ουδ πληθ.] ούζο [ουσ ουδ.]
ουγγαρέζικος [επίθ.] ουίσκι {άκλ.· σπά...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: