Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

οίκηση {-ης κ. -ή... οικοκυροσύνη [θηλ.ουσ]
οικία [θηλ.ουσ] οικολογία {χωρ. πληθ...
οικιακά [ουσ ουδ πληθ.] οικολογικός [επίθ.]
οικιακός [επίθ.] οικολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
οικίζω {οίκισ-α, ... οικονομέτρης [ουσ αρσ ]
οικίσκος [ουσ αρσ ] οικονομετρία {οικονομετ...
οικιστής [ουσ αρσ ] οικονομετρικός [επίθ.]
οικιστικός [επίθ.] οικονομία {οικονομιώ...
οικογένεια {οικογενει... οικονομίες [θηλ. ουσ πληθ.]
οικογενειακός [επίθ.] οικονομικά [ουσ ουδ πληθ.]
οικογενειάρχης {οικογενει... οικονομικός [επίθ.]
οικοδέσποινα {δύσχρ. οι... οικονομισάριος [ουσ αρσ ]
οικοδεσπότης {οικοδεσπο... οικονομισμός [ουσ αρσ ]
οικοδίαιτος [επίθ.] οικονομολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
οικοδιδασκάλισσα {οικοδιδασ... οικονόμος [ουσ αρσ και θηλ.]
οικοδομή [θηλ.ουσ] οικονομώ {οικονομ-ε...
οικοδόμημα {οικοδομήμ... οικόπεδο {οικοπέδ-ο...
οικοδόμηση {-ης κ. -ή... οικοπεδοφάγος [ουσ αρσ και θηλ.]
οικοδομήσιμος [επίθ.] οίκος [ουσ αρσ ]
οικοδομικός [επίθ.] οικόσημο {οικοσήμ-ο...
οικοδόμος [ουσ αρσ ] οικοσημολογία [θηλ.ουσ]
οικοδομώ {οικοδομεί... οικοσημολόγιο [ουσ ουδ.]
οικοδομών [επίθ.] οικόσιτος [επίθ.]
οικοκυρά [θηλ.ουσ] οικοσκευή [θηλ.ουσ]
οικοκυρική [θηλ.ουσ] οικοστολή [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: