Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

νωθρά [επίρ.] ξακουστός [επίθ.]
νωθρός [επίθ.] ξακρίδι {ξακριδ-ιο...
νωθρότητα [θηλ.ουσ] ξακρίδια [θηλ.ουσ]
νωπογραφία {νωπογραφι... ξακρίζω {ξάκρισ-α,...
νωπός [επίθ.] ξάκρισμα [ουσ ουδ.]
νωρίς {νωρίτερα} ξακρισμένος [επίθ.]
νωρίτερα [επίρ.] ξαλάφρωμα [ουσ ουδ.]
νώτα [ουσ ουδ πληθ.] ξαλαφρώνω {ξαλάφρω-σ...
νωτιαίος [επίθ.] ξαλεγράρω [ρ.]
νωτοχορδή [θηλ.ουσ] ξαμολιέμαι [ρ. παθ.]
νωχέλεια {χωρ. πληθ... ξαμώνω {ξάμωσα} (...
νωχελής [επίθ.] ξανά [επίρ.]
ξαγκίστρωμα [ουσ ουδ.] ξανα– [πρθμ.]
ξαγκιστρώνομαι [ρ. παθ.] ξαναβάζω αόρ. ξανάβ...
ξαγκιστρώνω {ξαγκίστρω... ξαναβαφτίζω [ρ.]
ξάγναντα [επίρ.] ξαναβάφω [ρ. μτβ.]
ξαγναντεύω (ξαγνάντεψ... ξαναβγάζω αόρ. ξανάβ...
ξαγορεύω (ξαγόρ-εψα... ξαναβγαίνω πρτ. ξανάβ...
ξαγρυπνώ {ξαγρυπνάς... ξαναβλέπω {ξαναείδα ...
ξάδελφος ο πληθ. κα... ξαναβράζω [ρ.]
ξαδέρφη η πληθ. κα... ξαναβράσιμο [ουσ ουδ.]
ξαδέρφι {ξαδελφ-ιο... ξαναβρέχομαι [ρ.]
ξάδερφος ο πληθ. κα... ξαναβρέχω [ρ.]
ξαίνω {έξανα, ξά... ξαναβρίσκω πρτ. ξανάβ...
ξακουσμένος [επίθ.] ξανάβω {ξάν-αψα, ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: