Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

νοικοκυρεμένος [επίθ.] νομιμοποιώ {νομιμοποι...
νοικοκυρεύομαι [ρ. παθ.] νόμιμος [επίθ.]
νοικοκυρεύω (νοικοκύρ-... νομιμότητα {χωρ. πληθ...
νοικοκύρης {-ηδες κ. ... νομιμοφροσύνη [θηλ.ουσ]
νοικοκυριό [ουσ ουδ.] νομίμως [επίρ.]
νοικοκυροσύνη {χωρ. πληθ... νομιναλισμός {χωρ. πληθ...
νοιώθω (ένοιωσα) νομιναλιστής [ουσ αρσ ]
νομάδας [ουσ αρσ ] νομιναλιστικός [επίθ.]
νομαδικός [επίθ.] νόμισμα [ουσ ουδ.]
νομαδισμός {χωρ. πληθ... νομισματικός [επίθ.]
νομάρχης {(θηλ. νομ... νομισματοκοπείο [ουσ ουδ.]
νομαρχία {νομαρχιών... νομισματοκοπία [θηλ.ουσ]
νομαρχιακός [επίθ.] νομισματολογία [θηλ.ουσ]
νοματαίοι [ουσ αρσ πληθ.] νομισματολογικός [επίθ.]
νομάτοι {μόνο στον... νομισματολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
νομεύς {νομέως} νομόγραμμα [ουσ ουδ.]
νομή [θηλ.ουσ] νομοδιδάσκαλος [ουσ αρσ ]
νομίζω {νόμισ-α, ... νομοθεσία [θηλ.ουσ]
νομικά [επίρ.] νομοθέτημα [ουσ ουδ.]
νομικισμός {χωρ. πληθ... νομοθετημένος [επίθ.]
νομικιστής [ουσ αρσ ] νομοθέτης [ουσ αρσ ]
νομικίστικος [επίθ.] νομοθέτηση [θηλ.ουσ]
νομικός [ουσ αρσ και θηλ.] νομοθετικός [επίθ.]
νόμιμα [ουσ ουδ πληθ.] νομοθετώ {νομοθετεί...
νομιμοποίηση {-ης κ. -ή... νομοκανόνας [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: