Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μαυριτανικός [επίθ.] μάχη {μαχών}
μαύρο [ουσ ουδ.] μαχητής [ουσ αρσ ]
Μαυροβούνιος [ουσ αρσ ] μαχητικός [επίθ.]
μαυροδάφνη {χωρ. γεν.... μαχητικότητα {χωρ. πληθ...
μαυρομάτης [επίθ.] μαχητός [επίθ.]
μαυρομάτικα [ουσ ουδ πληθ.] μάχιμος [επίθ.]
μαυροπίνακας {μαυροπινά... μαχμουρλής {μαχμουρλή...
μαύρος [επίθ.] μαχμουρλίκι [ουσ ουδ.]
μαυρούτσικος [επίθ.] μάχομαι {μόνο σε ε...
μαυσωλείο [ουσ ουδ.] μαχόμενος [επίθ.]
μαφία {δύσχρ. μα... με [πρόθ.]
μαφιόζος [ουσ αρσ ] μεγαθερμικός [επίθ.]
μαχαιράκι [ουσ ουδ.] μεγαθήριο {μεγαθηρί-...
μαχαιράς [ουσ αρσ ] μεγαθυμία [θηλ.ουσ]
μαχαίρι {μαχαιρ-ιο... μεγάθυμος [επίθ.]
μαχαιριά [θηλ.ουσ] μέγαιρα {σπάν. μεγ...
μαχαιροβγάλτης [ουσ αρσ ] μεγάκυκλος {μεγακύκλο...
μαχαιροπίρουνα [ουσ ουδ πληθ.] μεγαλαυχία [θηλ.ουσ]
μαχαιροποιΐα [θηλ.ουσ] μεγάλαυχος [επίθ.]
μαχαιροποιός [ουσ αρσ ] μεγαλείο [ουσ ουδ.]
μαχαιρωμένος [επίθ.] μεγαλειότητα {μεγαλειοτ...
μαχαιρώνομαι [ρ.] μεγαλειώδης {μεγαλειώδ...
μαχαιρώνω {μαχαίρω-σ... μεγαλέμπορος {μεγαλεμπό...
μαχαλάς {μαχαλάδες... μεγαλεπήβολος [επίθ.]
μαχαραγιάς [ουσ αρσ ] μεγαληγορία [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: