Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μακρηγορία [θηλ.ουσ] μακρομοριακός [επίθ.]
μακρηγορώ {μακρηγορε... μακρομόριο {μακρομορί...
μακριά [επίρ.] μακροοικονομία [θηλ.ουσ]
μακριά! [επιφ.] μακροοικονομικός [επίθ.]
μακρινάρι {μακριναρ-... μακροοργανισμός [ουσ αρσ ]
μακρινός [επίθ.] μακρόπνοος [επίθ.]
μακριός [επίθ.] μακροπρόθεσμα [επίρ.]
μακρόβιος [επίθ.] μακροπρόθεσμος [επίθ.]
μακροβιότητα [θηλ.ουσ] μακρός [επίθ.]
μακροβίοτος [επίθ.] μάκρος {μάκρους |...
μακροβούτι {χωρ. γεν.... μακροσκελής {μακροσκελ...
μακροδακτυλία [θηλ.ουσ] μακροσκελώς [επίρ.]
μακροδακτυλικός [επίθ.] μακροσκοπικός [επίθ.]
μακροδάκτυλος [επίθ.] μακρόστενος [επίθ.]
μακροδομή [θηλ.ουσ] μακρόσωμα [ουσ ουδ.]
μακροδοντία [θηλ.ουσ] μακροσωματικός [επίθ.]
μακροζωία {χωρ. πληθ... μακροσωμία [θηλ.ουσ]
μακροημέρευση [θηλ.ουσ] μακρουλός [επίθ.]
μακροθυμία [θηλ.ουσ] μακροφωτογραφία [θηλ.ουσ]
μακρόθυμος [επίθ.] μακροχειλία [θηλ.ουσ]
μακροκεφαλία {μακροκεφα... Μακροχειρία [θηλ.ουσ]
μακρόκοσμος [ουσ αρσ ] μακροχρόνιος [επίθ.]
μακροκρυσταλλικός [επίθ.] μακρυά [επίρ.]
μακρολογία {μακρολογι... μακρυμάλλης {μακρυμάλλ...
μακρομελία [θηλ.ουσ] μακρυμάλλικος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: